- καταμαθητικός
- καταμαθητικόςapt at learningmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
καταμαθητικός — καταμαθητικός, ή, όν (Α) [καταμανθάνω] αυτός που είναι ικανός ή πρόσφορος για μάθηση … Dictionary of Greek